Ο Γιάννης Μουτσόπουλος παρουσιάζει τη δισκοθήκη του: "Ήμουν τυχερός που έκανα το χόμπι μου δουλειά"
Με τον Γιάννη Μουτσόπουλο γνωριστήκαμε την εποχή που εργαζόμουν στη CBS στο τμήμα promotion. Ο Γιάννης είχε έναν από τους καλύτερους και σοβαρότερους ερασιτεχνικούς σταθμούς της εποχής, το «Ράδιο 23» και ερχόταν κι του έδινα δίσκους promo για να τους παίζει από τις εκπομπές του. Πριν προχωρήσω στη συνέντευξη όπου θα παρουσιάσει τη δισκοθήκη του, να εξηγήσω τι σημαίνει για εμένα «σοβαρός». Γνώρισα ένα μετριοπαθή χαρακτήρα, ήρεμο μ ένα σταθμό όπου δεν υπήρχαν φωνές και αλαλαγμοί όπως συνέβαινε σε πολλούς ερασιτεχνικούς σταθμούς της εποχής και με ένα πρόγραμμα σταθερό. Ότι πρέπει για ένα κανονικό(!) ακροατήριο για κάποιον που ήθελε να προωθήσει τα προϊόντα του.
Ο Γιάννης εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο γνωστούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς/παρουσιαστές της δεκαετία του '80 ως σήμερα. Η δισκοθήκη του είναι μια από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αριθμεί δεκάδες χιλιάδες δίσκους 33 στροφών, 45 στροφών, maxi singles, soundtracks, συλλογές, CD, CD singles, βιντεοκασέτες και DVD. Όλα αυτά στην αυθεντική τους έκδοση, χωρίς φυσικά να περιλαμβάνονται ψηφιακά αρχεία. Η καριέρα του περιλαμβάνει ραδιόφωνο, τηλεόραση και δισκογραφία, αν και η μεγάλη του αγάπη ήταν το πρώτο. Σε επαγγελματικό επίπεδο έχει βρεθεί στις συχνότητες των: Β' Πρόγραμμα της ΕΡΤ, Αθήνα 984, Top FM, Ant-1 FM, Kiss FM, Galaxy 92 και και ΕΡΑ Σπορ. Τηλεόραση έχει κάνει στην ΕΡΤ με την ενότητα "Ροκαστερισμός" στα "Κυριακάτικα" (με παρουσιαστές την Έλενα Ακρίτα και το Δημήτρη Κωνσταντάρα) και στον ANT-1 TV με την εκπομπή "America´s Top-10" την αυθεντική έκδοση της οποίας παρουσίαζε στις Η.Π.Α. ο θρύλος Kacey Casem. Στη δισκογραφία διετέλεσε εμπορικός διευθυντής της Warner Music Greece από το 2006 ως και το 2009. Από το 2014 εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με αντικείμενο τον οπτικοακουστικό τομέα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, τις ερωτήσεις κάνει ο Αλέξανδρος Ριχάρδος.
Πότε ξεκίνησε να μαζεύεις δίσκους και πόσους υπολογίζεις ότι έχεις σήμερα;
Δεν είμαι σίγουρος ποια χρονιά ακριβώς άρχισα να συλλέγω δίσκους, αλλά πρέπει να ήταν το 1977. Θυμάμαι επίσης ότι τα πρώτα κομμάτια ήταν κάποιοι δίσκοι 45 στροφών που είχε αγοράσει ο πατέρας μου. Οι δίσκοι βινυλίου και τα CD είναι γύρω στα 80.000 τεμάχια.
Ποιο ήταν το έρεισμά σου να αρχίσεις να μαζεύεις δίσκους;
Το έρεισμα ήταν η αγάπη μου για τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία. Οι γονείς μου θυμούνται ότι ακόμη και πιτσιρίκι 3-4 ετών ζητούσα ένα δίφραγκο, το έβαζα σε όποιο τζουκ μποξ έβρισκα εκείνη την εποχή και χόρευα με τα τραγούδια. Αργότερα άρχισα να ακούω διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών στο Β’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, όπως «Η CBS παρουσιάζει» με τον Γιώργο Πολυχρονίου και φυσικά το «Ποπ Κλαμπ» (Δευτέρα με Πέμπτη) και το «Ροκ Κλαμπ» (κάθε Παρασκευή) με τον Γιάννη Πετρίδη στο Α’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Οι εκπομπές του Πετρίδη ήταν αυτές που με μύησαν ουσιαστικά στο μαγικό κόσμο της σύγχρονης μουσικής.
Πώς έχεις τοποθετημένους τους δίσκους; Ανά κατηγορία; (O.S.T., ελληνικά, ξένα, maxi, singles, heavy, συλλογές κλπ)
Τα άλμπουμ της συλλογής μου είναι ταξινομημένα με απόλυτη αλφαβητική σειρά. Όπου υπάρχουν καλλιτέχνες με πολλά άλμπουμ πρώτα βρίσκεις το παλιότερο, μετά το επόμενο και πάει λέγοντας. Απόλυτη αλφαβητική σειρά εφαρμόζω και στις άλλες κατηγορίες βινυλίου (soundtracks, maxi singles, 45άρια και συλλογές). Η ίδιος τρόπος ταξινόμησης ισχύει και για κάθε άλλο φορμάτ (CD, κασέτες, βιντεοκασέτες, μαγνητοταινίες κλπ.).
Με τον David Gahan των Depeche Mode
Τα παιδιά σου κι η γυναίκα σου πως αντιδρούν σε αυτό τον όγκο;
Το μεγάλο πρόβλημα θα ήταν η γυναίκα μου, αλλά ευτυχώς αντιμετωπίζει το πάθος μου για τους δίσκους με ψυχραιμία. Αυτό που δεν είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει, ως τη συγκεκριμένη στιγμή που ενδεχομένως διαβάζει αυτές τις γραμμές, είναι ότι εξακολουθώ να αγοράζω δίσκους αλλά όχι με την ίδια συχνότητα όσο στο παρελθόν. Τα παιδιά είναι ούτως ή άλλως πολύ μικρά για να εκφράσουν αντιρρήσεις. Έχω όμως την εντύπωση ότι τους αρέσει να χαζεύουν έστω τα εξώφυλλα των δίσκων. Θέλω να πιστεύω ότι όταν η συλλογή αυτή θα περιέλθει στα χέρια τους, δεν θα βγει στο σφυρί όσο-όσο. Το θετικό είναι ότι εκτιμούν πολύ τη μουσική που έβγαινε παλιότερα και μόνο κάποιες ελάχιστες από τις καινούργιες κυκλοφορίες. Φροντίζω να εκπαιδεύω μουσικά τα αυτάκια τους, αφού στο αυτοκίνητο ακούμε πάντα και μόνο τραγούδια που έχω σε USB και κάρτες μνήμης. Επαναληψιμότητα δεν υπάρχει, αφού τα συγκεκριμένα αποθηκευτικά μέσα περιέχουν περισσότερα από έξι χιλιάδες διαφορετικά τραγούδια. Χαίρομαι όταν μου λένε ότι παλιά η μουσική ήταν «πραγματική» και δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με την πλύση εγκεφάλου που τα υποβάλλω εν κινήσει...
Σκέφτηκες ποτέ να τους πουλήσεις;
Όχι, αφού η συναισθηματική τους αξία είναι τεράστια για μένα. Ούτως ή άλλως τα χρήματα που πιάνουν ακόμη και ιστορικά 45άρια ή άλμπουμ στην αυθεντική τους μορφή στο διαδίκτυο είναι από μηδαμινά έως αστεία. Η αίσθηση του να κρατάς στα χέρια σου ένα άλμπουμ στην αμερικανική έκδοση όπως το “Machine Head” των Deep Purple ή κάποιο των Led Zeppelin είναι μοναδική.
Πόσα χρόνια είχες τον ερασιτεχνικό σταθμό.
Ποτέ δεν αποδέχτηκα το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, που ως όρος τουλάχιστον ήταν αν μη τι άλλο ρομαντικός. Είχα οραματιστεί έναν σταθμό με συγκεκριμένες ώρες εκπομπής και φυσικά χωρίς αφιερώσεις, διαφημίσεις για οικόπεδα στο Δήλεσι, κλειδαράδες κλπ.
Το «Ράδιο 23» βγήκε στον αέρα την άνοιξη του 1982 – με περιορισμένη εμβέλεια αρχικά - αλλά στημένο στα πρότυπα ενός ιδιωτικού σταθμού: σταθερή συχνότητα (97.00 FM Stereo), σήμα έναρξης-λήξης και συγκεκριμένες ημέρες και ώρες εκπομπής, κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ από τις 22:00 ως τις 02:00 αλλά πολλές φορές και αργότερα, ενώ όποτε οι φοιτητικές μας υποχρεώσεις το επέτρεπαν και συχνότερα με έκτακτες εκπομπές. Κέντρο εκπομπής ήταν οι πρόποδες της Πάρνηθας. Ο σταθμός δημιουργήθηκε με μεγάλο μεράκι και την υπερπολύτιμη βοήθεια από τον αδερφό μου και τον καλύτερο φίλο μου. Δεν άργησε να γίνει ένας από τους πιο αγαπημένους σταθμούς των διψασμένων τότε για μουσική ενημέρωση νέων που συντονίζονταν. Οι αντιδράσεις των γονιών ήταν κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές: «Τι τα θέλετε αυτά; Να κοιτάζετε τις σπουδές σας! Με αυτά ασχολούνται κάτι χαμένα κορμιά! Θα σας βουτήξουν κι εμείς δεν ερχόμαστε να σας βγάλουμε από τη φυλακή κλπ.»
Όπως λέγαμε πριν, οι εκπομπές ήταν πάντα βραδινές, με εξαίρεση μία και μοναδική το χειμώνα του 1987, όταν χιόνια είχαν πέσει ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνη την ημέρα και σε διάστημα τεσσάρων ωρών η μοναδική τηλεφωνική γραμμή του σταθμού δέχτηκε πάνω από τριακόσια τηλεφωνήματα. Κάποια από αυτά από μεγαλύτερους σε ηλικία ακροατές, οι οποίοι από τον επαγγελματισμό και την ποιότητα ήχου είχαν πιστέψει ότι επρόκειτο για κρατικό σταθμό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι επειδή την επόμενη μέρα έληγε το περιθώριο υποβολής των φορολογικών δηλώσεων κάποιοι ακροατές ζητούσαν να δοθεί παράταση πιστεύοντας ότι άκουγαν ένα από τα προγράμματα της ΕΡΤ…
Ο λόγος για τον οποίο οι εκπομπές γίνονταν αποκλειστικά βράδυ ήταν ο φόβος των ραδιογωνιόμετρων, κάποιων μικρών φορτηγών του Υπουργείου Συγκοινωνιών με εξοπλισμό εντοπισμού των παράνομων σταθμών. Σε περίπτωση εντοπισμού η συνέχεια δεν ήταν καθόλου ευχάριστη για τον κάτοχό του, αφού το μενού περιελάμβανε: κατάσχεση του πομπού, της δισκοθήκης και παραπομπή σε δίκη… Το «Ράδιο 23» ποτέ δεν είχε περιπέτειες με το νόμο, αφού η ποιότητα των εκπομπών του και συνολικά το στήσιμό του ίσως έκαναν τους διώκτες των πειρατικών σταθμών να επιλέξουν να κυνηγήσουν κάποιον άλλο. Επίσης, ο πομπός ήταν ρυθμισμένος τέλεια ώστε να μην παρεμβάλλει άλλες συχνότητες (αεροσκάφη, τηλεόραση, πυροσβεστική, αστυνομία).
Ένα από τα ατού του «Ράδιο 23» – πέρα από την εξαιρετική ποιότητα ήχου και τη συνέπειά του – ήταν οι πρώτες μεταδόσεις (κάποιες από αυτές σε παγκόσμιο επίπεδο) και η συνεχής ενημέρωση με καινούργιες κυκλοφορίες. Οι δισκογραφικές εταιρείες στο σύνολό τους εμπιστεύονταν το σταθμό περισσότερο από ότι τους παρουσιαστές εκπομπών ξένου ρεπερτορίου της ΕΡΤ και τον τροφοδοτούσαν με υλικό αφειδώς. Αξέχαστοι φίλοι όπως ο Μάνος Ξυδούς (EMI) και ο Βάσος Τσιμιδόπουλος (Polygram), αλλά και άλλοι με τους οποίους διατηρώ ακόμη επαφή όπως ο Αλέξανδρος Ριχάρδος και ο Δημήτρης Γιαρμενίτης (και οι δυο στην CBS) και ο Χρήστος Χατζής (WEA) με εμπιστεύονταν σε εβδομαδιαία βάση με όλες τις τρέχουσες και τις μελλοντικές κυκλοφορίες από το εξωτερικό. Αρκετές φορές κασέτες με ακυκλοφόρητο υλικό κατέληγαν στα χέρια μου κατευθείαν από τα studio ηχογραφήσεων του εξωτερικού! Θυμάμαι ακόμη πόσο ανυπομονούσα να μοιραστώ το περιεχόμενό τους με τους ακροατές. Δεν είναι υπερβολή αν πω ότι πολλά από τα ονόματα που διέπρεψαν μελλοντικά σε παγκόσμιο επίπεδο ακούστηκαν για πρώτη φορά στα ερτζιανά στην Ελλάδα από τη συχνότητα των 97.00 FM Stereo.
Σημαντικός πόλος έλξης για το «Ράδιο 23» ήταν η πολυσυλλεκτικότητα όσον αφορά στο ρεπερτόριο. Μπορούσες να ακούσεις από Smiths, Cure, Stranglers, Talking Heads, Iron Maiden, R.E.M. και Sisters Of Mercy μέχρι Michael Cretu, Sandra και Modern Talking. Ήταν ουσιαστικά ένα ραδιοφωνικό MTV πολύ πριν την έλευση του κανονικού MTV στην Ελλάδα αρκετά χρόνια αργότερα.
Ένας άλλος πόλος έλξης ακροατών ήταν η παρουσίαση του βρετανικού Top-20 Singles Chart. Η αντίστοιχη εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο παρουσίαζε μόνο τα δέκα πρώτα και κάποιες φορές ο παρουσιαστής του Β’ Προγράμματος δεν είχε δυο ή τρία από αυτά. Επίσης, η παρουσίαση των είκοσι πρώτων από το «Ράδιο 23» αφορούσε την τρέχουσα εβδομάδα και όχι την προηγούμενη, όπως συνέβαινε με την εκπομπή της ΕΡΤ. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι πέρα από τα χρήματα που επενδύαμε σε τεχνικό εξοπλισμό, βάζαμε το χέρι βαθιά στην τσέπη για να αγοράζουμε και τα τραγούδια του chart σε εβδομαδιαία βάση. Άσε που έπρεπε κάθε εβδομάδα να τηλεφωνούμε και να κάνουμε μια μικρή τουρνέ στα καταστήματα που έφερναν δίσκους εισαγωγής…
Το πιο έγκυρο μουσικό περιοδικό της εποχής ήταν το «Ποπ & Ροκ», που ιδρύθηκε από τον Γιάννη Πετρίδη, τον Κώστα Ζουγρή και τον Βάσο Τσιμιδόπουλο. Το συγκεκριμένο περιοδικό διενεργούσε στο τέλος κάθε χρονιάς δημοψήφισμα, όπου οι αναγνώστες με επιστολές - δεν υπήρχαν βλέπετε τότε ούτε e-mail ούτε SMS - ψήφιζαν τα καλύτερα της χρονιάς: τραγούδι, άλμπουμ, καλλιτέχνη κλπ. Υπήρχε και μια κατηγορία για καλύτερη εκπομπή την οποία κέρδιζε κάθε χρονιά και απόλυτα δικαιωματικά η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη. Το 1985, όταν το «Ράδιο 23» είχε αυξήσει την εμβέλειά του ακόμη και σε περιοχές εκτός Αττικής – καιρού επικουρούντος – κάνει την εμφάνισή του στη συγκεκριμένη κατηγορία ακριβώς πίσω από τον Γιάννη Πετρίδη. Τι είχε συμβεί; Εκατοντάδες ακροατές του σταθμού είχαν ψηφίσει αυθορμήτως το σταθμό στην κατηγορία «Καλύτερη Εκπομπή». Αυτό αποτέλεσε και την ευκαιρία της γνωριμίας μου με τον Γιάννη και τον Κώστα.
Έχεις κρατήσει τα μηχανήματα του σταθμού;
Βρίσκονται σκονισμένα σε κάποια αποθήκη κι είναι έτοιμα προσ χρήση αλλά με ένα ξεσκονισματάκι...
Ποιοι άλλοι σταθμοί ξεχώριζαν τότε;
Αυτός που ξεχώριζε λόγω προγράμματος, εξέπεμπε σχεδόν καθημερινά, είχε μεγαλύτερη εμβέλεια και πολλούς συνεργάτες ήταν το Star Radio (πρώην 772). Είχαμε φιλική σχέση, ενώ κάποια Χριστούγεννα αναμεταδίδαμε το πρόγραμμά του από τη συχνότητά μας και κάναμε ζωντανή εκπομπή όλοι μαζί από το studio του ως το ξημέρωμα. Τα τηλεφωνήματα ακροατών που ήθελαν να βγουν στον αέρα δεν σταμάτησαν ποτέ. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Αλέξης Βενέτης (ψευδώνυμο), ο οποίος παρ’ ότι με τις μεταδόσεις των νέων κυκλοφοριών βοήθησε τις δισκογραφικές εταιρείες να κάνουν μεγάλες πωλήσεις δίσκων, με την έλευση της «ελεύθερης» ραδιοφωνίας αγνοήθηκε υποδειγματικά...
Ένας άλλος σταθμός, που ξεχώριζε για τις μουσικές επιλογές του και την εξαιρετική ποιότητα ήχου ήταν ο 235. Με τον Λάκη μας συνδέει μεγάλη φιλία. Το περίεργο είναι ότι εκείνη την εποχή δεν γνωριζόμαστε, αλλά όταν μετά από πολλά χρόνια βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι, ο Λάκης μου είπε: «Γιάννη, η κόρη μου μπορεί και να ήταν η μεγαλύτερη θαυμάστριά σου όταν ήσουν στον ΑΝΤ-1 και δεν έχανε ποτέ εκπομπή σου!»
Μαζεύεις περιοδικά ή άλλα αντικείμενα;
Την εποχή που είχα το «Ράδιο 23» αγόραζα μουσικά περιοδικά του εξωτερικού - όπως το Billboard, το Record Mirror, το Smash Hits και άλλα – που έρχονταν όμως στην Ελλάδα με μεγάλη καθυστέρηση. Από ελληνικά περιοδικά αγόραζα σταθερά το «Ποπ & Ροκ» και τον «Ήχο».
Τώρα πια μαζεύω διάφορα αντικείμενα, ουσιαστικά ό,τι βρίσκω μπροστά μου, για να έχω κάτι εύκαιρο να εκσφενονίζω στην τηλεόραση. Είναι απίστευτο το σκουπίδι με το οποίο μας βομβαρδίζουν τα κανάλια.
Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασες και ποιος ο τελευταίος;
Επειδή καταλαβαίνω ότι εννοείς «ροκ δίσκος», ήταν ίσως το “Get the Knack” των Knack που περιείχε τη μεγάλη επιτυχία “My Sharona”. Ο τελευταίος – για την ώρα – ήταν το “Pyramid” των Alan Parsons Project σε βινύλιο υπογεγραμμένο από τον Alan Parsons. Είχα τον συγκεκριμένο δίσκο ήδη και μάλιστα σε αμερικάνικη εγγραφή, αλλά αδυναμίες είναι αυτές...
Στις Βρυξέλλες που ζεις τα τελευταία χρόνια υπάρχουν καταστήματα με καινούργια cd/ βινυλια;
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ενδιαφερθεί ιδιαίτερα να ψάξω, αφού κυρίως αγοράζω από το διαδίκτυο. Έχω δει όμως κάποια καταστήματα που έχουν CD και βινύλια. Δεν γνωρίζω όμως αν διαθέτουν και καινούργια. Εντύπωση μου είχε κάνει πάντως το γεγονός ότι το Media Markt της Γάνδης, που η Γάνδη δεν είναι και καμιά μεγαλούπολη, είχε ένα αρκετά μεγάλο τομέα με καινούργιες κυκλοφορίες σε βινύλιο και επανεκδόσεις.
Από το Μοναστηράκι πηγή των μεταχειρισμένων έχει ψωνίσει ποτέ; Επίσης από το αντίστοιχο Μοναστηράκι των Βρυξελών;
Μια δυο φορές είχα αγοράσει από το Μοναστηράκι, αλλά όχι περισσότερες. Αυτό που με ανησυχούσε ήταν το ότι ένας δίσκος μπορεί να έδειχνε καλός οπτικά, αλλά όταν θα τον χάϊδευε η βελόνα του πικάπ, τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν απογοητευτικά. ‘Ημουν από τους επαγγελματίες που μεταχειρίζονταν τους δίσκους με την ευλάβεια του συλλέκτη. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ακόμη και δισκάκια που άκουγα και έπαιζα σε σταθμούς πριν από τριάντα και πλέον χρόνια παίζουν πάρα πολύ καλά! Τα εξώφυλλά τους επίσης είναι σε πολύ καλή κατάσταση.
Σε απονομή χρυσού δίσκου στους Linkin Park στα παρασκήνια του Rockwave
Ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σου δίσκοι, όχι από μουσικής πλευράς αλλά από συναισθηματικής (δώρο, εξώφυλλο, αναμνήσεις κλπ);
Τα αγαπημένα μου 45άρια είναι τα πρώτα που είχε φέρει η μητέρα μου μετά από ένα ταξίδι της στο Λονδίνο. Θυμάμαι ότι τα είχε αγοράσει από την τότε βρετανική αλυσίδα δισκοπωλείων Our Price. Ήταν τα εξής: “Emotional Rescue” – The Rolling Stones, “Ashes To Ashes” – David Bowie, “Another One Bites The Dust” – The Queen, “Upside Down” – Diana Ross, “Xanadu” – Olivia Newton-John & E.L.O. και “Can’t Stop The Music” – Village People
Αν μιλάμε για άλμπουμ, τότε είναι το “The Wall” των Pink Floyd. Θυμάμαι ότι ήταν τέτοια η ανυπομονησία μου να το αποκτήσω, που κάθε απόγευμα την εβδομάδα της κυκλοφορίας του στεκόμουν στην ουρά έξω από το συνοικιακό δισκοπωλείο «του Τρύφωνα» με την ελπίδα ότι ο Τρύφωνας δεν θα μας έλεγε πάλι: «Παιδιά, το φορτώνουν τώρα στο εργοστάσιο στη Ριζούπολη!»
Πως κρίνεις τις δισκοθήκες των σταθμών που έπαιξες κατά περιόδους;
Από υποτυπώδεις ως αστείες. Αν δεν ήταν οι δισκογραφικές εταιρείες, ποτέ κανένας τους δεν θα αποκτούσε δισκοθήκη. Κάποιοι τουλάχιστον αγόραζαν τις σειρές εταιρειών όπως η TM Century και η Music Express που περιείχαν τις νέες κυκλοφορίες από όλες τις δισκογραφικές εταιρείες.
Από τα τόσα χρόνια στο ραδιόφωνο τι σου έχει μείνει; (οικονομικά, συναισθηματικά; επαγγελματικά)
Ήμουν από τους τυχερούς που μπόρεσα να κάνω το χόμπι μου δουλειά μου. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν προσπάθησα, επένδυσα σε χρόνο και χρήμα, αλλά νομίζω αυτά τα είπαμε ήδη. Επειδή ήμουν στο ιδιωτικό ραδιόφωνο από το ξεκίνημά του έβγαλα κάποια χρήματα που από τη στιγμή κι έπειτα που έγιναν περισσότερα αποφάσισα να ξεκοκκαλίζω τα μισά και τα υπόλοιπα να τα αποταμιεύω. Γνωρίζω συναδέλφους που αμείβονταν κατά καιρούς με περισσότερα χρήματα απ’ ότι εγώ και λόγω κακοδιαχείρισης τα βγάζουν πλέον δύσκολα πέρα.
Συνέντευξη με τον Iggy Pop στο Ledra Marriott. Ο Γιάννης είναι ο πρώτος από αριστερά, στο βάθος δύο στελέχη της Polygram, η Ελίνα Δεδαλοπούλκου κι ο Κώστας Ρεκουνιώτης. Προσέξτε ότι τότε δεν υπήρχαν ψηφιακά μαγνωτόφωνα και κινητά και τα δημοσιογραφικά κασετόφωνα ήταν
δυσεύρετακαι η συνέντευξη έγινε με μπομπινόφωνο.
Το συναισθηματικό κέρδος από όλα αυτά τα χρόνια είναι τεράστιο. Πολλές φορές αναπολώ και σκέφτομαι ότι μπορεί να τα έζησα σε μια άλλη ζωή. Η έκφραση radio star είχε όντως νόημα τότε. Και τι δεν θα έδινα για να ξαναζούσα μια βδομάδα εκείνης της εποχής. Ένα πράγμα σε στυλ back to the future. Για να καταλάβεις, όταν στο τέλος μιας κυριακάτικης εκπομπής μου στον Αθήνα 9.84 είχα πει στον αέρα με ένα συνάδελφο ότι θα πάμε το ίδιο βράδυ στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ» στην Πατησίων να δούμε μια ταινία, όταν φτάσαμε στο συγκεκριμένο σημείο η Πατησίων είχε σχεδόν κλείσει από τον κόσμο. Δεν ήταν λόγω ταινίας... Κάποια κοπέλα μας αναγνώρισε και φώναξε: «Να’τοι! Ήρθαν! Ο Γιάννης και ο Νίκος!» Πήρα λοπόν μια μικρή γεύση του τι ζούσαν οι Beatles αρκετά χρόνια νωρίτερα…
Επιθυμείς να επιστρέψεις στο ραδιόφωνο ή να αναλάβεις τη διεύθυνση ενός ραδιοφωνικού σταθμού σήμερα;
Στο ραδιόφωνο όπως το ακούω σήμερα σίγουρα δεν θέλω να επιστρέψω. Όπως το έχω όμως στο μυαλό μου ναι, πάρα πολύ! Θα πρέπει όμως να γίνει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για να εκπαιδευτεί και πάλι το κοινό γιατί ας μην γελιόμαστε, το κοινό εκπαιδεύεται να του αρέσει αυτό με το οποίο του κάνεις πλύση εγκεφάλου. Και όταν το έχεις εκπαιδεύσει για σχεδόν μια εικοσαετία με τα ίδια και τα ίδια, με τον παρουσιαστή σε ρόλο απλού εκφωνητή της συχνότητας και του χορηγού, με την παντελή έλλειψη εκπομπών, με την αηδιαστική επαναληψιμότητα των τραγουδιών, όλα τα προηγούμενα τα έχει συνηθίσει και του αρέσουν. Δον Κιχώτες λοιπόν χρειαζόμαστε!
Τη διεύθυνση ραδιοφωνικού σταθμού σήμερα επίσης θα αναλάμβανα αρκεί να είχα ένα ικανοποιητικών απολαβών κλειστό συμβόλαιο με ρήτρες κλπ. για δυο τουλάχιστον χρόνια και τον διατυπωμένο ρητώς όρο ότι θα χειρίζομαι όλα τα θέματα του σταθμού εν λευκώ. Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορώ να εγγυηθώ ότι στα δυο χρόνια ο σταθμός θα είχε ένα ποσοστό της τάξης του 5% τουλάχιστον. Και ξέρεις... έχω δυο πολύ καλές ιδέες για ραδιόφωνα που λείπουν από τα FM…
Ερωτήσεις: Αλέξανδρος Ριχάρδος, rockmachine.gr